Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας , η νοητική αδυναμία-υστέρηση ορίζεται ως η κάτω από τον μέσο όρο νοητική λειτουργία που συνυπάρχει με ανεπάρκεια στην προσαρμοστική συμπεριφορά. Η επιβράδυνση ή αναστολή της ανάπτυξης των νοητικών ικανοτήτων του ατόμου εμφανίζονται από τη βρεφική ηλικία. Σαφώς όμως, οι απαιτήσεις από ένα παιδί, ποικίλουν τόσο από κοινωνία σε κοινωνία όσο και από τη μία ηλικία στην άλλη.
Τα άτομα με νοητική ανεπάρκεια αποτελούν μια ετερογενή ομάδα, με κοινό στοιχείο τη γνωστική δυσλειτουργία , αλλά με διαφορετική αιτιολογία και παθολογικούς μηχανισμούς , με ποικίλα συμπτώματα και συμπεριφορές και με διαφορετική πορεία και πρόγνωση.
Συνήθως στα παιδιά που εμφανίζουν νοητική αδυναμία είναι ευδιάκριτο ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την ομιλία, την αντίληψή, τις κοινωνικές δεξιότητες και την κριτική ικανότητα. Επιπρόσθετα αυτά τα παιδιά δείχνουν να έχουν εμφανή ελλείματα σε διανοητικές λειτουργίες, όπως η λογική, η επίλυση προβλημάτων, η αφηρημένη σκέψη, η κρίση και η ακαδημαϊκή μάθηση. Επίσης, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ελλάδας φαίνεται να μπορούν να ανταποκριθούν στις αναπτυξιακές σταθερές της ηλικίας τους και όταν υπάρχουν δυσκολίες συνήθως γίνονται ευδιάκριτες, είτε μέσω της παρατήρησης άλλων παιδιών της ίδιας αναπτυξιακής ηλικίας, είτε δυσλειτουργώντας στην καθημερινότητά τους και στην αυτοεξυπηρέτησή τους.
Επιπλέον, τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται με την επικοινωνία και δείχνουν να είναι δυσλειτουργικά ως προς αυτό, καθώς και η κοινωνική τους συμμετοχή στο σχολείο, στο σπίτι αλλά και σε ευρύτερες δραστηριότητες του παιδιού φαίνεται πως αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Το επίπεδο βαρύτητας μίας πιθανής Νοητικής Αδυναμίας του παιδιού, συνήθως εξακριβώνεται με μια ειδική νοομετρική δοκιμασία- διαδικασία , με κατάλληλα, σταθμισμένα και αξιόπιστα και έγκυρα διαγνωστικά εργαλεία και tests, καθώς η νοητική υστέρηση ταξινομείται σε ελαφρά (IQ 50-70), μέτρια (IQ 40-50), σοβαρή (IQ 30-40) και βαριά (IQ κάτω του 30). Επιπλέον αυτά τα παιδιά έχουν μεγάλες δυσκολίες αναφορά με τις ακαδημαϊκές τους δεξιότητες σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, και συνήθως δείχνουν να είναι αρκετά περιορισμένες. Στο κοινωνικό κομμάτι, η αλληλεπίδραση τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς υστερούν σε σχέση με άλλα παιδιά της ηλικίας τους. Παρόμοια και η γλώσσα και η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων των παιδιών αυτών φαίνεται να είναι τόσο ανώριμη όσο και περιορισμένη-φτωχή σε σχέση με άλλα παιδιά της ηλικίας του.
Σε συναισθηματικό – συμπεριφορικό επίπεδο τα παιδιά με νοητική αδυναμία δείχνουν να μην μπορούν να ρυθμίσουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους, καθώς φαίνεται να έχουν μεγάλη δυσκολία να ανταποκριθούν σε πλαίσιο και κανόνες, δείχνοντας δυσκολία και έλλειψη ορίων σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνονται.
Φυσικά, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι υπάρχει ετεροχρονισμός της ανάπτυξης των παιδιών και το κάθε παιδί αναπτύσσεται με διαφορετική ταχύτητα ανάλογα και τον τομέα όπου υπάρχει η καθυστέρηση. Η κλινική εικόνα παιδιών με νοητική αδυναμία εξαρτώνται και διαφέρουν,τόσο από το βαθμό νοητικής ανεπάρκειας του κάθε παιδιού , όσο και από πιθανές συνυπάρχουσες σωματικές διαταραχές , όπως για παράδειγμα επιληψία, εγκεφαλική παράλυση ή αισθητηριακές ανωμαλίες κ.α. Σαφώς, τόσο το οικογενειακό υπόβαθρο όσο και ιστορικό του παιδιού αλλά και η κοινωνική κατάσταση της οικογένειας και του παιδιού μπορεί να διαφοροποιήσουν μεταξύ τους τα παιδιά με Νοητική Αδυναμία.
Ο επιπολασμός της νοητικής ανεπάρκειας στο γενικό πληθυσμό είναι περίπου 2%-3% , με μεγαλύτερη αναλογία στα αγόρια (2:1) . H ελαφριά και μέτρια νοητική υστέρηση εμφανίζεται συχνότερα στα πιο χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και συνδέονται με την αποτυχία στην εκπαίδευση. Επιπρόσθετα, στο μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων με ελαφρά ή μέτρια νοητική υστέρηση δεν ανευρίσκεται σαφής οργανική αιτιολογία. Είτε πιθανοί κληρονομικοί παράγοντες, είτε δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες και συναισθηματικές στερήσεις, πιθανόν να συμβάλλουν επιπρόσθετα και αθροιστικά στην αιτιοπαθογένεια της διαταραχής. Πιθανές χρωμοσωματικές, κληρονομικές παθήσεις ή προγεννετικές και περιγεννητικές δυσκολίες, ακόμη και επίκτητες παιδιατρικές παθήσεις ,ατυχήματα ή τοξίνες μπορεί να οφείλονται για την ύπαρξη παιδιών με νοητική αδυναμία και ανεπάρκεια.
Θεραπευτικά , αυτά τα παιδιά είναι σημαντικό να αντιμετωπίζονται εξατομικευμένα και να βγαίνει ένα θεραπευτικό πλάνο παρέμβασης 100% προσαρμοσμένο με τις ειδικές ανάγκες του κάθε παιδιού. Επιπρόσθετα, είναι εξαιρετικά βοηθητικό να εμπλέκονται στη θεραπευτική διαδικασία τόσο οι γονείς όσο και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Βασική θέση στην θεραπευτική πλαισίωση ενός παιδιού με νοητική αδυναμία είναι η εκπαίδευση , κυρίως σε κοινωνικές και προσωπικές δεξιότητες, ενίσχυση και διεύρυνση των αντιληπτικών δεξιοτήτων των παιδιών και εκπαίδευση σε γνωστικού και κοινωνικού τύπου συμπεριφορές. Σε ιδιαίτερα δύσκολες περιπτώσεις συνίσταται η φαρμακοθεραπεία.
Η νοητική αδυναμία φαίνεται πως είναι μία δια βίου κατάσταση για τα άτομα που φέρουν την αντίστοιχη διαταραχή. Το κάθε άτομο ξεχωριστά είναι δυνατό να χρειάζεται είτε περιορισμένη είτε εκτεταμένη υποστήριξη, με έμφαση στις λειτουργικές περιοχές προσαρμογής, όπως η επικοινωνία, η αυτοφροντίδα, η ζωή στο σπίτι, η αυτοκαθοδήγηση, η εργασία, ο ελεύθερος χρόνος, η υγεία και η ασφάλεια του ατόμου.
Βερτουδάκης Βασίλης
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής Ενηλίκων & Παιδιών-Εφήβων
Κλινικός Αθλητικός Ψυχολόγος