Νοητική υστέρηση
Νοητική υστέρηση είναι η παθολογική κατάσταση, που εμφανίζεται στην περίοδο της ανάπτυξης. Χαρακτηρίζεται από νοητική ικανότητα κάτω από το μέσο όρο και συνοδεύεται από μειωμένη ικανότητα προσαρμογής.
Σύμφωνα με το DSM-IV, για να δοθεί η διάγνωση της νοητικής υστέρησης πρέπει ο δείκτης νοημοσύνης του παιδιού (I.Q.) να είναι περίπου ίσος ή μικρότερος του 70 και να υπάρχει έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε τουλάχιστον δύο από τους παρακάτω τομείς:

- επικοινωνία
- αυτοεξυπηρέτηση
- διαβίωση στο σπίτι
- κοινωνικές δεξιότητες
- χρήση των πηγών της κοινότητας
- αυτονομία
- λειτουργικές σχολικές δεξιότητες
- εργασία
- ελεύθερος χρόνος
- υγεία και ασφάλεια
Ανάλογα με την βαρύτητά της, η νοητική υστέρηση ταξινομείται σε 4 κατηγορίες:
Το ποσοστό εμφάνισης της νοητικής υστέρησης υπολογίζεται γύρω στο 1-3% του πληθυσμού, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στα αγόρια από ότι στα κορίτσια.
Η διάγνωση γίνεται από ψυχολόγους με τη χρήση σταθμισμένων ψυχομετρικών εργαλείων (tests), όπως είναι το WISC, το Raven , τα οποία εξετάζουν τη γενική νοημοσύνη , τη λεκτική και πρακτική ικανότητα, και άλλες υποκλίμακες που αφορούν ειδικότερες λειτουργίες αντίληψης, όπως το λεξιλόγιο, η σειροθέτηση, η αριθμητική ικανότητα, η μνήμη, η ικανότητα ολοκλήρωσης, κτλ.
Η προσέγγιση του παιδιού με νοητική υστέρηση είναι πολύπλευρη και οφείλει να είναι καλά συντονισμένη, για όλους τους τομείς ανάπτυξης του παιδιού.
Τα προγράμματα παρέμβασης είναι τόσο θεραπευτικά ( εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, ειδική αγωγή,ψυχολογική υποστήριξη) όσο και εκπαιδευτικά ( ειδική εκπαίδευση). Επιπλέον, υποστήριξη και τροποποίηση χρειάζονται τόσο το οικογενειακό περιβάλλον όσο και το εκπαιδευτικό /σχολικό πλαίσιο.
Η πρώιμη παρέμβαση και η έγκαιρη έναρξη των θεραπευτικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων βοηθά σημαντικά τα παιδιά με νοητική υστέρηση στο να έχουν μια καλύτερη πρόγνωση για τη μελλοντική τους πρόοδο και αυτονομία.