Η επιλεκτική αλαλία είναι η άρνηση του παιδιού να μιλήσει έξω από το σπίτι, ενώ έχει φυσιολογική ή σχεδόν φυσιολογική χρήση του λόγου στο σπίτι. Αν και θεωρείται μία από τις σπάνιες διαταραχές , η επιλεκτική αλαλία όπως ονομάζεται σήμερα, αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το 1877 από τον Kussmaul, ο οποίος της είχε δώσει τότε το όνομα «εκούσια αφασία». Αρκετά αργότερα, το 1934 , ο Trammer μετονόμασε την διαταραχή σε «εκλεκτική αλαλία» με έμφαση και πάλι στην εκούσια φύση της συνεχιζόμενης αδυναμίας του παιδιού να μιλήσει. Ωστόσο, οι ερευνητικές μελέτες που έχουν γίνει σχετικά με την συγκεκριμένη διαταραχή , αφορούν μικρές ομάδες πληθυσμού και γι’ αυτό το λόγο τα συμπεράσματα είναι δύσκολο να γενικευθούν. Οι περισσότερο σύγχρονες προσεγγίσεις στρέφονται στη μελέτη της διαταραχής σε σχέση με την κοινωνική φοβία και τη σύνδεσή της με διάφορες βιολογικές και κοινωνικές παραμέτρους της ζωής του παιδιού που το αντιμετωπίζει.

Σύμφωνα με το DSM-5, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας, για την «επιλεκτική αλαλία» δίνεται έμφαση στο κοινωνικό άγχος και στις καταστάσεις που επιλέγει ένα παιδί να μην μιλήσει. Πιο συγκεκριμένα, τα διαγνωστικά κριτήρια σχετικά με την εν λόγω διαταραχή είναι τα εξής:

  • Συνεχής αποτυχία του ατόμου να μιλήσει σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες υπάρχει η προσδοκία ομιλίας όπως π.χ. στο σχολείο.
  • Επίδραση της διαταραχής στην εκπαιδευτική ή επαγγελματική επίδοση.
  • Διάρκεια τουλάχιστον ενός μηνός  που δεν περιορίζεται στον πρώτο μήνα του σχολείου
  • Η αποτυχία για ομιλία δεν οφείλεται σε έλλειψη γνώσης ή άνεσης με την ομιλούμενη γλώσσα.
  • Η διαταραχή δεν εξηγείται καλύτερα από κάποια διαταραχή της επικοινωνίας και δεν συμβαίνει αποκλειστικά κατά την πορεία διαταραχής αυτιστικού φάσματος , σχιζοφρένειας ή άλλης ψυχωτικής διαταραχής.

Σύμφωνα με το DSM-5 η συγκεκριμένη διαταραχή κατατάσσεται στην κατηγορία των αγχωδών διαταραχών.

Η έναρξη της τοποθετείται στην ηλικία των 2 με 5 ετών και συχνά δεν δίνεται σημασία πριν το παιδί εισέλθει στο σχολικό περιβάλλον. Στην αρχή αποδίδεται στην υπερβολική ντροπαλότητα του παιδιού, άλλα όταν αρχίζουν να φαίνονται οι επιπτώσεις στη σχολική ζωή, τότε συνήθως διαπιστώνεται το πρόβλημα. Πέρα από την είσοδο του παιδιού στη σχολική κοινότητα όπου εκεί γίνεται αντιληπτό το ζήτημα με τον λόγο σε συγκεκριμένες περιστάσεις, η «επιλεκτική αλαλία» μπορεί να εμφανιστεί και έπειτα από κάποιο τραυματικό γεγονός. Επιπρόσθετα, οι αιφνίδιες αλλαγές στη ζωή ενός παιδιού, όπως η μετανάστευση σε περιοχή όπου δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα , η νοσηλεία, ο αποχωρισμός από την οικογένεια , ένα φυσικό τραύμα ή κάποιας μορφής κακοποίηση μπορούν να λογιστούν ως εκλυτικοί παράγοντες.

Στη συγκεκριμένη διαταραχή ενώ το παιδί μιλάει κανονικά στο σπίτι και είναι ιδιαιτέρως ομιλητικό , διαλέγει σε κοινωνικές καταστάσεις να μη μιλήσει ή να μιλήσει επιλεκτικά. Προτιμά να επικοινωνεί με χειρονομίες , παντομίμα  ή ζωγραφική. Συχνά, στο ιστορικό των παιδιών που εμφανίζουν αυτή τη διαταραχή , υπάρχει μία καθυστέρηση στην εξέλιξη του λόγου τα 2-3 πρώτα χρόνια της ζωής.  Όσον αφορά την ιδιοσυγκρασία αυτών των παιδιών, συχνά χαρακτηρίζονται ως ντροπαλά , εσωστρεφή και αποτραβηγμένα  από κοινωνικές επαφές. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές περιπτώσεις , όπου σε δραστηριότητες που δεν απαιτείται να μιλήσουν , δείχνουν να τις απολαμβάνουν. Οι βασικές μορφές έκπτωσης της λειτουργικότητας για το παιδί λόγω της διαταραχής γίνονται εμφανείς με την μείωση της συμμετοχής του παιδιού στην τάξη, την ακαδημαϊκή αποτυχία και την απομόνωση από τους συνομήλικους.

Όσον αφορά τα επιδημιολογικά στοιχεία της διαταραχής , σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες ο επιπολασμός δείχνει να είναι 0,7% σε παιδιά νηπιαγωγείου και πρώτων τάξεων του Δημοτικού. Ο επιπολασμός πιθανόν να είναι τρεις φορές μεγαλύτερος σε παιδιά μεταναστών , δίγλωσσων οικογενειών ή γλωσσικών μειονοτήτων. Ιδιαιτέρως , τα κορίτσια, μεγαλύτερων ηλικιών ,  δείχνουν να εμφανίζουν ελαφρώς πιο υψηλά ποσοστά της διαταραχής παρά τα αγόρια.

Έχουν αναφερθεί πολλά σχετικά με την αιτιολογία της συγκεκριμένης διαταραχής, καθώς η επικρατούσα άποψη σήμερα συνδέει στενά την επιλεκτική αλαλία με την κοινωνική φοβία. Επιπλέον,  υπάρχουν ενδείξεις ότι σε οικογένειες με χαρακτηριστικά κοινωνικού άγχους, μια παραλλαγή στο γονίδιο CNTNAP2 αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης επιλεκτικής αλαλίας στα παιδιά. Ενδεχομένως, τα παιδιά με επιλεκτική αλαλία να βιώνουν άγχος ειδικά για τη γλωσσική έκφραση και όχι γενικά για την κοινωνική κατάσταση.  Σε αυτή την περίπτωση η επιλεκτική αλαλία αποτελεί μια στρατηγική συναισθηματικής ρύθμισης με σκοπό τη μείωση του άγχους γύρω από την κοινωνική γλωσσική συναλλαγή.

Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει μεγαλύτερη συχνότητα επιλεκτικής αλαλίας σε οικογένειες μεταναστών. Επιβαρυντικός παράγοντας δεν φαίνεται να είναι η διγλωσσία , αλλά τα προβλήματα προσαρμογής των μεταναστών  σε ένα νέο περιβάλλον, το οποίο πολλές φορές βιώνεται ως εχθρικό ή απορριπτικό. Τα παιδιά με τη συγκεκριμένη διαταραχή μπορούν να έχουν φυσιολογική κατανόηση του λόγου και γνωστικές δεξιότητες, αλλά παρουσιάζουν  ήπια ελλείματα εκφραστικής γλωσσικής ικανότητας  που δεν μπορούν να αποδοθούν στο κοινωνικό άγχος. Η διαταραχή μετατραυματικού στρες έχει επίσης περιγραφεί ως αιτιολογικός παράγοντας της επιλεκτικής αλαλίας.

Αναφορικά με την θεραπεία της επιλεκτικής αλαλίας, γενικότερα θεωρείται δύσκολη και με την πορεία της διαταραχής παρατηρείται αυθόρμητη ύφεση των συμπτωμάτων. Μάλιστα, ένα στα τρία παιδιά δείχνουν κάποια βελτίωση από την έναρξη ως τη λήξη της σχολικής χρονιάς. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι περίπου το 58% των περιπτώσεων  θα παρουσιάσουν πλήρη ύφεση των συμπτωμάτων έως τη νεαρή ενήλικη ζωή, ενώ το 18% των περιπτώσεων θα παρουσιάσουν μικρή μόνο βελτίωση.

Η αντιμετώπιση από πλευράς ενηλίκων συνήθως είναι καλό να αποσύρουν την πίεση όσον αφορά την ομιλία του και να κατανοήσουν ότι τα σωματικά και τα συμπεριφορικά συμπτώματα οφείλονται στην ύπαρξη έντονου άγχους. Οι ενήλικες ωστόσο που συναναστρέφονται με το παιδί δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουν τη λεκτική επικοινωνία μαζί του ακόμα αν αυτό δεν ανταποκρίνεται. Αυτό φυσικά είναι σωστό να γίνεται με τρόπο που να αποπνέει αποδοχή και κατανόηση από μέρους του ενήλικα, ο οποίος έτσι δείχνει ότι εμπιστεύεται πως το παιδί κάποια στιγμή θα μιλήσει, όταν είναι έτοιμο. Όπως ο θεραπευτής , έτσι και όλοι οι ενήλικες θα πρέπει να σέβονται τον ρυθμό και τον χρόνο του παιδιού και μόνο τότε θα μπορέσει κάποια στιγμή να μιλήσει.

  • Είναι πολύ σημαντικό για την εξέλιξη και την καλή πρόγνωση της διαταραχής , η θεραπευτική παρέμβαση να ξεκινήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα για να αποφύγει το παιδί την κοινωνική απομόνωση  αλλά και τις αρνητικές επιπτώσεις στις σχολικές επιδόσεις. Η θεραπεία του παιδιού πρέπει να συνδυάζεται με συμβουλευτική γονέων και σε κάποιες περιπτώσεις με την οικογενειακή θεραπεία.

Η παιγνιοθεραπεία έχει αποδειχθεί ότι είναι από τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες καθώς δεν βασίζεται αποκλειστικά στο λόγο. Τα παιδιά συμπεριφέρονται ανάλογα με τον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους σε σχέση με τους άλλους και αισθήματα ικανότητας ή ανικανότητας ως προς την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Μάλιστα, η μη κατευθυντική παιγνιοθεραπεία συνίσταται για τις περιπτώσεις παιδιών που εκδηλώνουν την συγκεκριμένη διαταραχή, καθώς τους δίνεται η ευκαιρία και η ελευθερία να έχουν τον έλεγχο της επιλογής παιχνιδιών και δραστηριοτήτων. Το παιδί με αυτό τον τρόπο μαθαίνει να έχει τον έλεγχο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας και μετά μπορεί να μεταφέρει αυτό τον έλεγχο και σε άλλα πλαίσια. Η απόκτηση ελέγχου και δύναμης τονώνει την αυτοπεποίθηση του παιδιού και επιφέρει σταδιακά την προσδοκώμενη αλλαγή.

Οι συνήθεις θεραπευτικοί στόχοι που τίθενται με παιδιά που έχουν διαγνωσθεί με επιλεκτική αλαλία είναι οι εξής:

  • Να δημιουργηθεί συναισθηματική επαφή
  • Να υπάρξει εμπιστοσύνη, αποδοχή και κατανόηση
  • Να αισθάνεται ότι το παιδί πως έχει τον έλεγχο και την ευθύνη της ζωής του
  •  Να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και η ικανότητά του να παίρνει αποφάσεις
  • Να πιστέψει στον εαυτό του και στην ικανότητά του να καθοδηγεί τον εαυτό του
  • Να αισθανθεί ότι αξίζει τον σεβασμό και πως δεν είναι «προβληματικό»
  • Να λύσει τη σιωπή
  • Να αναπτύξει κοινωνικές δεξιότητες

Τέλος, το ενσωματικό παιχνίδι , το να χρησιμοποιήσουν κυρίως τις αισθήσεις τους και να εξερευνήσουν και να ανακαλύψουν τον κόσμο και τον εαυτό τους , καθώς φαίνεται να έχουν την ανάγκη να επιστρέψουν στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής τους , δείχνει να είναι αρκετά σημαντικό γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Τόσο η άμμος, όσο η ζωγραφική αλλά και το παιχνίδι ρόλων και οι θεραπευτικές κάρτες και ιστορίες φαίνεται να είναι αποτελεσματικά εργαλεία όσον αφορά την θεραπευτική προσέγγιση της επιλεκτικής αλαλίας.

ΒΕΡΤΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Κλινικός Αθλητικός Ψυχολόγος / Ψυχοθεραπευτής

;